- λερωμένος
- 1) infâme2) salir3) souiller
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
άκαπνος — η, ο (Α ἄκαπνος, ον) αυτός που δεν βγάζει καπνό «άκαπνο σπίτι», «άκαπνον πυρ» νεοελλ. 1. αυτός που έχει μείνει χωρίς τσιγάρα 2. αυτός που δεν καπνίζει 3. όποιος δεν έχει ζήσει τους καπνούς τής μάχης, ο απόλεμος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι… … Dictionary of Greek
ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… … Dictionary of Greek
ακασσίδιαστος — η, ο [κασσιδιάζω] 1. αυτός που δεν είναι κασσιδιασμένος, δεν είναι λερωμένος 2. (φυτό) που δεν έχει προσβληθεί από κασσίδα … Dictionary of Greek
βρομιάρης — ιάρα, ιάρικο [βρομιά] 1. ακάθαρτος, λερωμένος 2. βρομερός, ανήθικος … Dictionary of Greek
βρομιάρικος — η, ο βρομιάρης, λερωμένος … Dictionary of Greek
βρόμικος — η, ο 1. ακάθαρτος, λερωμένος 2. αισχρός … Dictionary of Greek
γλιδιάρης — και λιγδιάρης, α, ικο λερωμένος, βρομιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λιγδιάρης] … Dictionary of Greek
εμπινής — ἐμπινής, ές (Α) ο γεμάτος ακαθαρσία, ο λερωμένος … Dictionary of Greek
ημίρρυπος — ἡμίρρυπος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρύπος «βρομιά»] … Dictionary of Greek
κατάλερος — ὁ πολύ λερωμένος, πολύ βρόμικος … Dictionary of Greek
κηλιδωτός — ή, ό (Α κηλιδωτός, ή, ον) [κηλίς] γεμάτος κηλίδες, λερωμένος, λεκιασμένος … Dictionary of Greek